ἰχθυοφάγοι

ἰχθυοφάγοι
ἰχθυοφάγος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιχθυοφάγοι — Ονομασία αρχαίων, βάρβαρων λαών, που κατοικούσαν στα παράλια της Αραβίας, της Αιθιοπίας, του Ομάν και του Άντεν. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι τρέφονταν αποκλειστικά με ωμά ψάρια, τα οποία έπιαναν χωρίς δίχτυα ή άλλα σύνεργα, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Ichthyophagi — (Gr. Ἰχθυοφάγοι and Latin Ichthyophagi , for Fish Eaters ), the name given by ancient geographers to several coast dwelling peoples in different parts of the world and ethnically unrelated.*Nearchus mentions such a race as inhabiting the barren… …   Wikipedia

  • Ichthyophagen — Als Ichthyophagen (griech. Ἰχθυοφάγοι und lat. Ichthyophagi, Fischesser ) wurden von Historikern der Antike Volksgruppen bzw. Völker bezeichnet, die auf primitive Weise lebten und sich von Fischen ernährten. Verschiedene von Ichthyophagen… …   Deutsch Wikipedia

  • ИХТИОФАГИ —    • Ichthyophăgi,          Ίχθυοφάγοι. Так назывались у древних разные приморские племена южных морей, о которых, при вообще весьма недостаточных сведениях, знали или предполагали, что они питались преимущественно рыбой. Более известные из них:… …   Реальный словарь классических древностей

  • ιχθυοφάγος — το (Α ἰχθυοφάγος, ον) αυτός που τρέφεται με ψάρια, ψαροφάγος αρχ. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἰχθυοφάγοι όνομα φύλων τού Περσικού και τού Αραβικού Κόλπου που τρέφονταν αποκλειστικά με ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Αιθίοπες — Οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Αιθιοπίας, χαμιτικής και σημιτικής προέλευσης. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για πολλούς λαούς με διαφορετικά ήθη. Οι σπουδαιότεροι ήταν οι Ιχθυοφάγοι, οι Αδουλίτες, οι Αυξουμίτες, οι Νουβαίοι, οι Βλέμμυες και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”